αλοιφός

αλοιφός
ἀλοιφός
στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα από την Πύλο και δηλώνει ανδρικό επάγγελμα. Πιθανώς να δήλωνε τους υπηρέτες που είχαν ως κύριο έργο να αλείφουν με αρωματισμένο λάδι τους νεκρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλοιφός (μυκην. a-ro-po) δηλώνει επάγγελμα και ετυμολογικά συνδέεται με το ρ. ἀλείφω. Δεν απαντά ως απλή στην αλφαβητική Ελληνική
απαντά ως β΄ συνθετικό στο κυπριακό διφθεραλοιφός και στη γλώσσα του Ησυχίου σωμάλοιφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μυραλοιφώ — μυραλοιφῶ, έω (Α) αλείφω κάποιον με μύρο ή αλείφομαι με μύρο, αρωματίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *μυρ αλοιφός < μύρον + ἀλείφω (πρβλ. ξηρ αλοιφώ, πισσ αλοιφώ)] …   Dictionary of Greek

  • πασσαλείφω — και πασσαλείβω 1. επαλείφω κάτι με πρόχειρο και άτεχνο τρόπο 2. λερώνω κάτι επαλείφοντας το («πάσσαλειψες τα ρούχα σου με τη σοκολάτα») 3. αποκτώ ατελείς, επιπόλαιες γνώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσ αλείφω < πισσ αλοιφῶ (< πίσσα + άλοιφος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”